ἀκατάψεκτος
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάψεκτος: -ον, (ψέγω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ψέγῃ, ἄμεμπτος, Ἐκκλ. -Ἐπίρρ. -τως, Κύριλλ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1intachable Cyr.Al.M.68.1049B, M.76.821B.
2 inocente οὐκ ἀ. ἐᾷ τὴν τοῦ σῴζοντος ἡμερότητα Cyr.Al.M.76.816D
•subst. τὸ ἀκατάψεκτον = inocencia οὐ πᾶσα πάντως εἰρήνη τὸ ἀκατάψεκτον ἔχει Cyr.Al.M.72.756D.
II adv. ἀκαταψέκτως = intachablemente Cyr.Al.M.72.816C.
German (Pape)
tadellos, Sp.