κνισοδιώκτης

Revision as of 17:08, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ου, ὁ, Fat-hunter, name of a mouse, v.l. Batr. 232.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑσοδῐώκτης: -ου, ὁ, ὁ διώκων, ἐπιζητῶν λίπος, ὄνομα μυὸς ἐν Βατραχομ. 235.

Greek Monolingual

κνισοδιώκτης, ὁ (Α)
(κωμική ονομασία μύγας) αυτός που επιζητεί το λίπος (Βατραχομ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + διώκτης (πρβλ. ιπποδιώκτης, ληστοδιώκτης)].

German (Pape)

ὁ, dem Bratengeruch nachgehend, Bratenriecher; so heißt in der Batrach. 234 eine Maus.