μηχανορραφία
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνορρᾰφία: ἡ, δολιότης, τὸ ἐφευρίσκειν δόλους, ῥᾳδιουργία, Μανασσ. Χρον. 1298.
Greek Monolingual
η (Μ μηχανορραφία) μηχανορράφος
η εφεύρεση και χρησιμοποίηση δόλιων μέσων, ραδιουργία, σκευωρία.
German (Pape)
ἡ, das Ersinnen von Ränken, Ränkeschmieden, Sp.