μυριοπλασίων

From LSJ
Revision as of 17:09, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐοπλᾰσίων Medium diacritics: μυριοπλασίων Low diacritics: μυριοπλασίων Capitals: ΜΥΡΙΟΠΛΑΣΙΩΝ
Transliteration A: myrioplasíōn Transliteration B: myrioplasiōn Transliteration C: myrioplasion Beta Code: murioplasi/wn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A ten thousand fold, Archim. Aren.2.1, al. II infinitely more than, used like a Comp. c. gen., Cleom.2.1, al.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριοπλᾰσίων: -ον, γεν -ονος, δέκα χιλιάδας φορὰς τόσος, Ἀρχιμήδ. (;) ΙΙ. ἀπείρως περισσότερος, ὡς συγκρ. μετὰ γεν., Κλεομήδ. σ. 98.

Greek Monolingual

μυριοπλασίων, -ον (ΑΜ)
ο άπειρες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον
αρχ.
αυτός που είναι δέκα χιλιάδες φορές τόσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυριοπλάσιος + κατάλ. -ίων (πρβλ. εκατονταπλασίων)].

German (Pape)

[ῡ], ονος, = μυριοπλάσιος, Sp.