μελανοδοχεῖον
From LSJ
κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)
English (LSJ)
τό, inkstand, Aq.Ez.9.2:—also μελᾰνο-δόχον, Poll.10.60; and μελᾰνο-δόκον, PLond.2.402v25 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνοδοχεῖον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «καλαμάρι», Πολυδ. Ι΄, 60 (Ἀντίγρ. μελανοδόχον).
German (Pape)
τό, = μελανοδόχον, Sp.