ἀναβεβλημένως
From LSJ
σιτία εἰς ἀμίδα μὴ ἐμβάλλειν → cast not pearls before swine, do not throw pearls before swine
English (LSJ)
v. ἀναβάλλω A. 11.2.
German (Pape)
[Seite 181] aufgeschoben, langsam, Dion. H. de vi Dem. 54, Gegensatz ἐσπευσμένως.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβεβλημένως: ἴδε ἀναβάλλω Β. Ι.