πολύφορτος

From LSJ
Revision as of 18:56, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφορτος Medium diacritics: πολύφορτος Low diacritics: πολύφορτος Capitals: ΠΟΛΥΦΟΡΤΟΣ
Transliteration A: polýphortos Transliteration B: polyphortos Transliteration C: polyfortos Beta Code: polu/fortos

English (LSJ)

[ῠ], ον, A heavily laden, Man.3.241; σύγχυσις Lyd.Mag. 3.1. 2 rich, Ps.-Hdt.Vit.Hom.1.

German (Pape)

[Seite 676] Her. vit. Hom. 1, reich beladen, Gegensatz von βραχέα τοῦ βίου ἔχων.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφορτος: -ον, ὁ πολὺ πεφορτωμένος, κατάφορτος, Μανέθων 3. 241· πλούσιος, Βίος Ὁμήρου 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ φορτωμένος, κατάφορτοςνηῶν πολυφόρτων», Μαν.)
2. πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φόρτος (πρβλ. βαρύ-φορτος)].