πολύφορτος
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ον, A heavily laden, Man.3.241; σύγχυσις Lyd.Mag. 3.1. 2 rich, Ps.-Hdt.Vit.Hom.1.
German (Pape)
[Seite 676] Her. vit. Hom. 1, reich beladen, Gegensatz von βραχέα τοῦ βίου ἔχων.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφορτος: -ον, ὁ πολὺ πεφορτωμένος, κατάφορτος, Μανέθων 3. 241· πλούσιος, Βίος Ὁμήρου 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολύ φορτωμένος, κατάφορτος («νηῶν πολυφόρτων», Μαν.)
2. πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φόρτος (πρβλ. βαρύ-φορτος)].