σείρινος

From LSJ
Revision as of 19:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek (Liddell-Scott)

σείρῐνος: -η, -ον, (σειρός) θερμός, καυστικός, μάλιστα ἐπί τῶν θερινῶν καυμάτων, σ. ἱμάτια, ἐλαφρά θερινά ἐνδύματα, καλοκαιρινά, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α Σείριος
1. θερμός, καυστικός
2. φρ. «σείρινα ἱμάτια» — ελαφρά, καλοκαιρινά ενδύματα.

German (Pape)

heiß, hitzig brennend, bes. von der Sonnen- und Sommerhitze; dah. σείρινα ἱμάτια, leichte Sommerkleider, Lycurg. bei Harp. und Vetera Lexica; doch schrieb man nach Phot. auch σέρινα.