σείρινος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek (Liddell-Scott)
σείρῐνος: -η, -ον, (σειρός) θερμός, καυστικός, μάλιστα ἐπί τῶν θερινῶν καυμάτων, σ. ἱμάτια, ἐλαφρά θερινά ἐνδύματα, καλοκαιρινά, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α Σείριος
1. θερμός, καυστικός
2. φρ. «σείρινα ἱμάτια» — ελαφρά, καλοκαιρινά ενδύματα.
German (Pape)
heiß, hitzig brennend, bes. von der Sonnen- und Sommerhitze; dah. σείρινα ἱμάτια, leichte Sommerkleider, Lycurg. bei Harp. und Vetera Lexica; doch schrieb man nach Phot. auch σέρινα.