ὠμόϋπνος

From LSJ
Revision as of 10:15, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Apoll" to "Apoll")

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμόϋπνος Medium diacritics: ὠμόϋπνος Low diacritics: ωμόϋπνος Capitals: ΩΜΟΫΠΝΟΣ
Transliteration A: ōmóÿpnos Transliteration B: ōmoupnos Transliteration C: omoypnos Beta Code: w)mo/u+pnos

English (LSJ)

ον, with one's sleep not slept out, ὠ. ἀνιστάναι τινά Eup.305; ἀναπηδῆσαι ὠ. Philostr. VA8.31.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμόϋπνος: -ον, (ὠμὸς) ὁ μόλις ἀποκοιμηθείς, ὁ μὴ κοιμηθεὶς ὅσον χρειάζεται, οἰμώξει μακρά, ὁτιή μ’ ἀνέστης ὠμόϋπνον Εὔπολις ἐν Ζωναρᾶ Λεξικ. σ. 605· μειράκιον ὥσπερ ἐμμανὲς ἀναπηδῆσαν ὠμόϋπνον, εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ὕπνου, Φιλόστρ. ἐν βίῳ Ἀπολλ. 8, 31, σελ. 371· βλέφαρον ὠμόϋπνον σπῶν Κ. Μανασσ. Χρον. 5301.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που δεν έχει ακόμη αποκοιμηθεί ή αυτός που μόλις αποκοιμήθηκε («μειράκιον ὤσπερ ἐμμανὲς ἀναπηδῆσαν ὠμόϋπνον», Φιλόστρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + ὕπνος.

German (Pape)

halb im Schlafe, zwischen Schlafen und Wachen; ὠμόϋπνον ἀνιστάναι τινά Eupol. bei Zon. v. ἐγερθῆναι; Philostr. v. Apoll. 8.31.