ἐνδόξως
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
French (Bailly abrégé)
adv.
glorieusement;
Sp. ἐνδοξότατα.
Étymologie: ἔνδοξος.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδόξως:
1 со славой, с почетом (ἐνδοξότατα ποιεῖν τι Dem.);
2 с почестями (ταφῆναι Plut.);
3 согласно установившемуся мнению, как принято думать (συλλογίζεσθαι ἐ. νοτε μᾶλλον ἢ ἀληθῶς Arst.).