ἐπιστρεφῶς
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec application, avec art;
2 vivement, avec force.
Étymologie: ἐπιστρεφής.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστρεφῶς: ион. ἐπιστρεφέως
1 возбужденно, страстно (εἴρετο Her.);
2 искусно, тщательно (φάναι Aeschin.).