ὀξυήκοος
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον, quick of hearing : of quick perception, keen, αἴσθησις Pl.Ti.75b; ἰχθύες Arist.HA534a6, cf. A.D.Synt.295.23.—In codd. sometimes wrongly ὀξύκοος, ὀξυκοΐα : Comp. ὀξυηκοώτερος Luc.Pr.Im.20, Porph.Abst.3.8 : Sup. ὀξυηκοώτατος prob. l. in S.E.M.9.65, for ὀξυηκούστατος.
German (Pape)
[Seite 352] scharf, sein hörend; αἴσθησις, Plat. Tim. 75 b; Sp., wie Luc. Pro imag. 20; superl. ὀξυηκούστατος, S. Emp. adv. phys. 1, 65. – S. auch ὀξύκοος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀξυήκοος, και εσφ. γρφ. ὀξύκοος, -ον)
αυτός που έχει οξεία ακοή
αρχ.
αυτός που έχει οξεία αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. αυτ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠήκοος: стяж. ὀξυήκους 2
1 одаренный тонким слухом (ζῷα Arst.);
2 тонко воспринимающий, тонкий (αἴσθησις Plat.).