ἀποκαραδοκέω
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
expect earnestly, c. acc., Plb.16.2.8, al., Aq.Ps. 36(37).7, J.BJ3.7.26.
Spanish (DGE)
hacer frente, esperar τὸν κίνδυνον Plb.16.2.8, τὴν Ἀντιόχου παρουσίαν Plb.18.48.4, τὴν ὁρμὴν τῶν βελῶν I.BI 3.264, αὐτόν (sc. τὸν κύριον) Aq.Ps.36.7, τὸ μέλλον Sostrat.4, Plu.2.310e.
German (Pape)
[Seite 305] ab-, erwarten, Pol. κίνδυνον, παρουσίαν, 16, 2. 18, 31.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
attendre avec impatience.
Étymologie: ἀπό, καραδοκέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκᾰρᾱδοκέω: περιμένω μετὰ πόθου, μετ’ αἰτ., Πολύβ. 16. 2, 8, Ἀκύλ. Ψαλμ. λϚ΄, 7.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκᾰρᾱδοκέω: напряженно ожидать (κίνδυνον Polyb.; τὸ μέλλον Plut.).