τεχνήμων

From LSJ
Revision as of 19:03, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνήμων Medium diacritics: τεχνήμων Low diacritics: τεχνήμων Capitals: ΤΕΧΝΗΜΩΝ
Transliteration A: technḗmōn Transliteration B: technēmōn Transliteration C: technimon Beta Code: texnh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A cunningly wrought, αὐλοί AP9.504. 2 skilful, of artists, Opp.C.1.326.

German (Pape)

[Seite 1103] gen. ονος, = τεχνήεις; αὐλοί Ep. (IX, 504); Opp. Cyn. 1, 326.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 travaillé avec art;
2 ingénieux, habile.
Étymologie: τέχνη.

Russian (Dvoretsky)

τεχνήμων: 2, gen. ονος искусный (αὐλοί Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τεχνήμων: -ον, μετὰ τέχνης καὶ δεξιότητος εἰργασμένος, αὐλοὶ Ἀνθολ. Π. 9. 504. 2) ἐπιδέξιος, ἐπιτήδειος, ἐπὶ ἐργατῶν ἢ τεχνιτῶν, Ὀππ. Κυν. 1. 326.

Greek Monolingual

-ῆμον, Α
1. κατασκευασμένος με έντεχνο τρόπο («τεχνήμονας αὐλούς», Ανθ. Παλ.)
2. (για πρόσ.) επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός («τοὺς γράψαν τεχνήμονες ἄνδρες», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + επίθημα -ήμων (πρβλ. ζηλ-ήμων)].

Greek Monotonic

τεχνήμων: -ον (τέχνη), με τέχνη και δεξιότητα κατειργασμένος, αὐλοί, σε Ανθ.

Middle Liddell

τεχνήμων, ον, τέχνη
cunningly wrought, αὐλοί Anth.