Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make
[Seite 1535] vornüber gebogen, gebückt, demüthig, Hesych. erkl. ταπεινούμενον.
κυπτός, -ή, -όν (Μ) κύπτωσκυφτός.
κυπτός -ή -όν [κύπτω] verbogen, verdraaid.