διαπύημα
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ατος, τό, collection of pus, Id.Prog.7 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. depósito de pus, supuración plu. Hp.Prog.7, Gal.2.417, 7.716.
German (Pape)
[Seite 599] τό, Durchbruch der Eiterung, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διαπύημα: [ῡ], τό, ἐμπύησις, «ἔμπυασμα», Ἱππ. Προγν. 39.
Greek Monolingual
το (Α διαπύημα) διαπυώ
εμπύημα, απόστημα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπύημα -ατος, τό [διαπυέω] opeenhoping van pus.