περιλεσχήνευτος

Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

ον, talked of in every club (λέσχη), matter of common talk, Hdt.2.135.

German (Pape)

[Seite 582] wovon ringsum geschwatzt od. gesprochen wird, weit berühmt, Her. 2, 135.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est l'objet de tous les entretiens, fameux, célèbre.
Étymologie: περί, λέσχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιλεσχήνευτος -ον [περί, λεσχηνεύω] veelbesproken.

Russian (Dvoretsky)

περιλεσχήνευτος: передаваемый из уст в уста, известный всем, прославленный (οὔνομα Her.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός για τον οποίο μιλούν παντού, για τον οποίο γίνεται λόγος σε κάθε λέσχη, σε κάθε τόπο συνάθροισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λεσχηνεύω «συζητώ» (< λέσχη)].

Greek Monotonic

περιλεσχήνευτος: -ον, αυτός που αποτελεί αντικείμενο συζήτησης σε κάθε λέσχη (λέσχη), που αποτελεί θέμα κοινής συζήτησης, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιλεσχήνευτος: -ον, περὶ οὗ γίνεται λόγος ἐν πάσῃ λέσχῃ, περιλάλητος, Ἡρόδ. 2. 135· πρβλ. ἔλλεσχο προλεσχηνεύομαι.

Middle Liddell

περι-λεσχήνευτος, ον,
talked of in every club (λέσχἠ, matter of common talk, Hdt.