προλεσχηνεύομαι
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
converse first, hold conversations with one before, προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι Hdt.6.4.
German (Pape)
[Seite 732] vorher plaudern, reden mit Einem, τινί, Her. 6, 4.
French (Bailly abrégé)
s'entretenir auparavant : τινι περί τινος de qch avec qqn.
Étymologie: πρό, λέσχη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προλεσχηνεύομαι [πρόλεσχος] van tevoren besprekingen houden.
Russian (Dvoretsky)
προλεσχηνεύομαι: ранее беседовать (τινι περί τινος Her.).
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) συζητώ, συνομιλώ προηγουμένως («προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λεσχηνεύω «συζητώ, συνομιλώ»].
Greek Monotonic
προλεσχηνεύομαι: αποθ., συνδιαλέγομαι με κάποιον από πριν, με δοτ. προσ., σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
προλεσχηνεύομαι: ἀποθ., προλαλῶ, προδιαλέγομαι, προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι Ἡρόδ. 6. 4.
Middle Liddell
Dep. to hold conversations with one before, c. dat. pers., Hdt.