πυκιμηδής

From LSJ
Revision as of 14:02, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠκῐμηδής Medium diacritics: πυκιμηδής Low diacritics: πυκιμηδής Capitals: ΠΥΚΙΜΗΔΗΣ
Transliteration A: pykimēdḗs Transliteration B: pykimēdēs Transliteration C: pykimidis Beta Code: pukimhdh/s

English (LSJ)

ές, (πύκα, μῆδος) of close or cautious mind, shrewd, Od. 1.438: also written parox. πυκιμήδης, h.Cer.153, Q.S.7.189.

German (Pape)

[Seite 815] ές, oder -μήδης betont, bedachtsames Sinnes; Od. 1, 438; H. h. Cer. 153; vgl. Lob. Phryn. 671.

English (Autenrieth)

ές (μῆδος): deep-counselled, Od. 1.438†.

Greek Monolingual

-ές, και πυκιμήδης, -ίμηδες, Α
συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκι- (βλ. λ. πυκνός) + -μηδής (< μήδεα < μήδομαι «σκέφτομαι»), πρβλ. θρασυ-μηδής].

Greek Monotonic

πῠκῐμηδής: -ές (πύκα, μῆδος), αυτός που έχει συνετό και συγκροτημένο νου, έξυπνος, σώφρων, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυκιμηδής of πυκιμήδης -ες [πύκα, μῆδος] verstandig, met degelijk inzicht.

Middle Liddell

πῠκῐ-μηδής, ές πύκα, μῆδος
of close or cautious mind, shrewd, Hom.