μακεδονίζω
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
to be on the Macedonian side, Plb. 20.5.5, Plu. Alex. 30, etc.; speak Macedonian, Id. Ant. 27, Ath. 3.122a; — hence Adv. μακεδονιστί, in Macedonian, Plu. Eum. 14.
French (Bailly abrégé)
1 être du parti des Macédoniens;
2 parler macédonien.
Étymologie: Μακεδών.
Greek Monolingual
(Α μακεδονίζω) Μακεδονία
μιλώ τη διάλεκτο τών Μακεδόνων και φέρομαι όπως οι Μακεδόνες («μακεδονίζοντας τ' οἶδα πολλοὺς τῶν Ἀττικῶν διὰ τὴν ἐπιμιξίαν», Αθήν.)
αρχ.
ανήκω στη φιλομακεδονική μερίδα, είμαι με το μέρος τών Μακεδόνων («οὗτοι γὰρ ἦσαν oἱ μάλιστα τότε μακεδονίζοντες», Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
μᾰκεδονίζω:
1 быть на стороне македонян, принадлежать к македонофильской партии Polyb., Plut.;
2 говорить по-македонски Plut.
German (Pape)
es mit den Makedoniern halten, makedonisch gesinnt sein, Pol. 20.5.5; makedonisch werden, Plut. Ant. 27; Ath. III.122a.