ἀνακογχυλίζω
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
= -ιάζω, Eup.275, Ruf. ap. Aët.2.92, Poll.6.25, Gal.11.769.
Spanish (DGE)
(ἀνακογχῠλίζω) 1 v. act. hacer gárgaras ὕδωρ μοί τις δότω ἀνακογχυλίσαι Eup.275.
2 v. med. meter en la boca, enjuagarse la boca τὰ μὲν διὰ τῶν ῥινῶν ἐγχεόμενα φάρμακα ... τὰ δ' ἀνακογχυλιζόμενα καὶ μασώμενα Gal.11.769, πρὸς δὲ τὰς ὀδονταλγίας ἁρμόζει ἑψόμενα σὺν ὄξει καὶ ἀνακογχυλιζόμενα Dsc.Eup.1.66
•incluyendo la idea de ingerir τοῖς τὸ ἐφήμερον λαβοῦσιν ἀνακογχυλίζεσθαι (τὸ γάλα) συμφέρει Ruf.Fr.58.1.
French (Bailly abrégé)
1 se gargariser;
2 employer comme gargarisme.
Étymologie: ἀνά, κογχυλίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακογχῠλίζω: -ισμός, Πολυδ. Ϛϳ, 25, Ἀρετ. π. Θερ. Ὀξ. Παθ. 17.