ἀλσοκομέω
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
to be keeper of a grove or precinct:—also ἀλσο-κομία, ἡ; ἀλσοκομικός, ή, όν, (ἀλσοκομική, ἡ, sc. τέχνη). Adv. -κῶς Poll.7.141:— ἀλσο-κόμος, ὁ, ib. 140.
Spanish (DGE)
cultivar un soto Poll.7.141.
German (Pape)
[Seite 110] einen Hain warten, pflegen, Poll.