γύνανδρος

From LSJ
Revision as of 11:20, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύνανδρος Medium diacritics: γύνανδρος Low diacritics: γύνανδρος Capitals: ΓΥΝΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: gýnandros Transliteration B: gynandros Transliteration C: gynandros Beta Code: gu/nandros

English (LSJ)

[ῠ], ον, A of doubtful sex, womanish, S.Fr.963, Ael.Fr.10, 290. 2 of a woman, virago, Ph.1.183,2.379.

Spanish (DGE)

-ον
andrógino, de sexo dudoso o ambiguo de hombres οἱ γὰρ γύνανδροι καὶ λέγοντες ἠσκηκότες S.Fr.963, χλούνης τε καὶ γ. ἀνήρ hombre castrado y andrógino Ael.Fr.10, ὁ γ. τε καὶ μάλθων τύραννος Ael.Fr.290
de mujeres virago, marimacho Ph.1.183, 2.379
gener. γυνάνδρων ἐστὶ γένος Anon.Mirac.Thecl.9.25.

German (Pape)

[Seite 511] männlichen u. weiblichen Geschlechts zugleich, zwitterhaft, Soph. frg. 865; Suid.

Russian (Dvoretsky)

γύνανδρος: двуполый, т. е. лишенный мужественности, слабый как женщина (sc. ἀνήρ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

γύνανδρος: -ον, ἀμφιβόλου γένους, ἑρμαφρόδιτος, θηλυπρεπής, Σοφ. Ἀποσπ. 865. 2) γυνὴ ἀνδρώδης, virago, Φίλων 1. 183, 512.

Greek Monolingual

(και ως ουσ.), -ο (AM γύνανδρος, -ον)
ο ερμαφρόδιτος, με χαρακτηριστικά και του αντρικού και του γυναικείου φύλου
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) γύνανδρα, τα
φυτά που έχουν τους στήμονες συμφυείς με τον ύπερο ή την ωοθήκη
αρχ.
κίναιδος.