μονοείδεια
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
ἡ, A uniformity, S.E.M.1.117. II singularity, ib. 226.
German (Pape)
[Seite 203] ἡ, Einförmigkeit, Sext. Emp. adv. gramm. 117. 226.
Russian (Dvoretsky)
μονοείδεια: ἡ
1 единообразие, однородность (sc. φθόγγου Sext.);
2 своеобразие, особенность (sc. τοῦ τρόπου Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
μονοείδεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ μονοειδής, τὸ ὁμοιόμορφον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 117. ΙΙ. τὸ μοναδικόν, αὐτόθι 226. ― Ἐπίρρ., μονοειδῶς, ὁμοιομόρφως, Πτολεμ. Τετράβ. 120, Σέξτ. 757, 9, κλ.
Greek Monolingual
μονοείδεια, ἡ (Α) μονοειδής
ομοιομορφία.