νεκυοπομπός

From LSJ
Revision as of 11:25, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκῠοπομπός Medium diacritics: νεκυοπομπός Low diacritics: νεκυοπομπός Capitals: ΝΕΚΥΟΠΟΜΠΟΣ
Transliteration A: nekyopompós Transliteration B: nekyopompos Transliteration C: nekyopompos Beta Code: nekuopompo/s

English (LSJ)

(sc. λίμνη), ἡ, name of a mythical lake, Sch.Od.p.5 Buttm. (cf. Jo. Malal.p.121).

Greek (Liddell-Scott)

νεκυοπομπός: νεκροπομπός, ὁ πέμπων τοὺς νεκρούς, Ἰω. Μαλαλ. σ. 121, 8, κλ.

Greek Monolingual

νεκυοπομπός, -όν (Μ)
νεκροπομπός, αυτός που στέλνει τους νεκρούς στον Άδη
2. «νεκυοπομπός (ενν. λίμνη)» — ονομασία μυθικής λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ιερο-πομπός, νεκρο-πομπός.