νεκυοπομπός
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
(sc. λίμνη), ἡ, name of a mythical lake, Sch.Od.p.5 Buttm. (cf. Jo. Malal.p.121).
Greek (Liddell-Scott)
νεκυοπομπός: νεκροπομπός, ὁ πέμπων τοὺς νεκρούς, Ἰω. Μαλαλ. σ. 121, 8, κλ.
Greek Monolingual
νεκυοπομπός, -όν (Μ)
νεκροπομπός, αυτός που στέλνει τους νεκρούς στον Άδη
2. «νεκυοπομπός (ενν. λίμνη)» — ονομασία μυθικής λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ιερο-πομπός, νεκρο-πομπός.