μεγαλοκοίλιος

From LSJ
Revision as of 11:27, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοκοίλιος Medium diacritics: μεγαλοκοίλιος Low diacritics: μεγαλοκοίλιος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΟΙΛΙΟΣ
Transliteration A: megalokoílios Transliteration B: megalokoilios Transliteration C: megalokoilios Beta Code: megalokoi/lios

English (LSJ)

ον, with large ventricles, Arist.PA667a29; with large intestinal canal, Mnesith. ap.Orib.21.7.6,7 (Sup.):—written μεγᾰλό-κοιλος ( = προγάστωρ) in Gal.6.467.

German (Pape)

[Seite 106] mit großer Höhlung, großem Bauche; Arist. p. an. 4, 4; Schol. Luc. Bacch. 2.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοκοίλιος: имеющий большие полости (sc. καρδία Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκοίλιος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας (τῆς καρδίας) τὰς κοιλίας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 4, 30· ― ἐν τοῖς Ἀντιγρ. τοῦ Γαλην. μεγαλόκοιλος.

Greek Monolingual

μεγαλοκοίλιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μεγάλες τις κοιλίες της καρδιάς
2. αυτός που έχει μεγάλες εντερικές αύλακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κοιλία (πρβλ. νευροκοίλιος, σκληροκοίλιος)].