διουρίζω
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
Ion. for διορίζω, Hdt. II percolate, Orib.Fr.97.
Spanish (DGE)
filtrar μετακένου (sic) τὸ ὑγρὸν ἐν χαλκῷ ἀγγείῳ, ὡς μὴ διουρίσῃ trasvasa el líquido a un vaso de bronce, para que no lo filtre Orib.Ec.96.3.
v. διορίζω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. διορίζω.
German (Pape)
ion. = διορίζω, Her.
Russian (Dvoretsky)
διουρίζω: ион. = διορίζω.
Greek (Liddell-Scott)
διουρίζω: Ἰων. ἀντὶ διορίζω, Ἡρόδ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
διουρίζω: Ιων. αντί διορίζω.