καταστατέον

From LSJ
Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστᾰτέον Medium diacritics: καταστατέον Low diacritics: καταστατέον Capitals: ΚΑΤΑΣΤΑΤΕΟΝ
Transliteration A: katastatéon Transliteration B: katastateon Transliteration C: katastateon Beta Code: katastate/on

English (LSJ)

A one must appoint, ἄρχοντα, ταξιάρχους, Pl.R.414a, X.Cyr.8.1.10. 2 one must lay down, define, A.D.Synt.238.26; κ. πῶςId.Adv.135.21. 3 Gramm., one must construct, Did. in D.7.2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταστατέον, adj. verb. van καθίστημι, men moet aanstellen.

German (Pape)

adj. verb. zu καθίστημι, man muß einsetzen, ἄρχοντα Plat. Rep. II.414a, ταξιάρχους Xen. Cyr. 8.1.10, Sp.

Russian (Dvoretsky)

καταστᾰτέον: adj. verb. к καθίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

καταστᾰτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ καθιστάναι, πρέπει τις νὰ καταστήσῃ, νὰ διορίσῃ ἢ ἐγκαταστήσῃ, ἄρχοντα, ταξιάρχους Πλάτ. Πολ. 414Α, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 10, κτλ.

Greek Monotonic

καταστᾰτέον: ρημ. επίθ. του καθίστημι, αυτό που πρέπει να καθορισθεί, σε Πλάτ., Ξεν.