μακών
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
v. μηκάομαι. μάκων [ᾱ], μᾱκώνειον, μᾱκωνίς, v. μηκ-.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 de μηκάομαι.
German (Pape)
part. aor. zu μηκάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μᾰκών: эп. part. aor. 2 к μηκάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰκών: ἀρχαία ποιητ. μετοχ. τοῦ ἀορ. τοῦ μηκάομαι (ὃ ἴδε), Ὅμηρ.· - «μακών· βοήσας» Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
see μηκάομαι.
Greek Monotonic
μᾰκών: ποιητ. μτχ. αόρ. βʹ του μηκάομαι.