νωσάμενος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
νώσασθαι, v. νοέω.
French (Bailly abrégé)
part. ao. Moy. ion. de νοέω.
German (Pape)
ion. und dor. = νοησάμενος.
Russian (Dvoretsky)
νωσάμενος: ион. part. aor. med. к νοέω.
Greek (Liddell-Scott)
νωσάμενος: νώσασθαι, ἴδε ἐν λ. νοέω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νωσάμενος· κατανοήσας», καὶ «νώσασθαι· αἰσθέσθαι, ἐνθυμηθῆναι, νοῆσαι».
Greek Monotonic
νωσάμενος: νώσασθαι, Ιων. και Δωρ. αντί νοη-, Μέσ. μτχ. και απαρ. αορ. αʹ του νοέω.