σαμαίνω
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
Dor. for σημαίνω.
German (Pape)
[ᾱ], dor. statt σῆμα, σημαίνω.
Russian (Dvoretsky)
σᾱμαίνω: дор. = σημαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
σᾱμαίνω: Δωρ. ἀντὶ σημαίνω.
English (Slater)
ςᾱμαίνω indicate καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων (? sc. Κασσάνδρα) Πα. 8A. 14.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) βλ. σημαίνω.
Greek Monotonic
σᾱμαίνω: Δωρ. αντί σημαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σᾱμαίνω Dor. voor σημαίνω.