τρισκαίδεκα
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
and compds., v. τρεισκαίδεκα and compds.
French (Bailly abrégé)
c. τρεισκαίδεκα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισκαίδεκα zie τρεισκαίδεκα.
German (Pape)
indecl., dreizehn, statt τριακαίδεκα; Il. 5.387, Od. 24.340; Lobeck Phryn. 409.
Russian (Dvoretsky)
τρισκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά Hom. etc. = τρεισκαίδεκα.
Greek (Liddell-Scott)
τρισκαίδεκα: ἴδε τρεισκαίδεκα.
Greek Monolingual
οἱ, αἱ, τὰ, ουδ. και τριακαίδεκα, Α
βλ. τρεισκαίδεκα.
Greek Monotonic
τρισκαίδεκα: βλ. τρεισ-καίδεκα.