ἀνδροθνής
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, murderous, φθοραί A.Ag.814.
Spanish (DGE)
-ῆτος homicida ψῆφοι A.A.814.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
c. ἀνδροδάϊκτος.
Étymologie: ἀνήρ, θνῄσκω.
German (Pape)
ἀνδροθνῆτες Ἰλίου φθοραί, Aesch. Ag. 788, Ilions Menschen tötender Untergang.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροθνής: ῆτος adj. Aesch. = ἀνδροδάϊκτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροθνής: ῆτος, ὁ, ἡ, (θνήσκω) φονικός, ἀνδροθνῆτας Ἰλίου φθορὰς (κατὰ Βλωμφίλδ. ἀνδροκμῆτας) Αἰσχύλ. Ἀγ. 814.
Greek Monolingual
ἀνδροθνής, ο, η (Α)
φονικός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -θνής, από θ. θνᾶ- του θνήσκω.
Greek Monotonic
ἀνδροθνής: -ῆτος, ὁ, ἡ (ἀνήρ, θνήσκω), φονικός, σε Αισχύλ.