ἀντροειδής
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ές, like caues, Epicur.Ep.2p.48U., Placit.3.15.11.
Spanish (DGE)
-ές
cavernoso τόπος Epicur.Ep.[3] 105, cf. Placit.3.15.11.
German (Pape)
ές, höhlen-, grottenartig, κοιλότης Plut. plac.phil. 3.15.
Russian (Dvoretsky)
ἀντροειδής:
1 подобный, пещере (κοιλότητες Plut.);
2 Diog. L. = ἀντρώδης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντροειδής: -ές, ὅμοιος, ἄντρῳ, ἢ ἀντρώδης, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 105, Πλούτ, 2. 896Ε.
Greek Monolingual
ἀντροειδής (-οῦς), -ές (Α)
όμοιος με άντρο.