ἀνστρέψειαν
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. ao. opt. de ἀναστρέφω.
German (Pape)
verkürzte Form für ἀναστρέψειαν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνστρέψειαν: эп. 3 л. pl. aor. opt. к ἀναστρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνστρέψειαν: ποιητ. ἀντὶ ἀναστρέψειαν.
English (Autenrieth)
see ἀναστρέφω.
Greek Monotonic
ἀνστρέψειαν: ποιητ. αντί ἀνα-στρέψειαν.