πορθμέας
Greek Monolingual
ο / πορθμεύς, -έως, ιων. γεν. πορθμῆος, ΝΜΑ
αυτός που διαπορθμεύει, που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά ανθρώπων με πορθμείο στην απέναντι όχθη ή ακτή
αρχ.
1. (για τον Χάρωνα) αυτός που μετέφερε τις ψυχές τών νεκρών
2. ναύτης επιβατηγού πλοίου
3. μτφ. αυτός που μεταφέρει, που μεταδίδει («πορθμεὺς τῶν καθ' ἡμέραν λεγομένων», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορθμός + κατάλ. -εύς (πρβλ. λογ-εύς)].
Translations
ferryman
Chinese Mandarin: 渡船夫; Dutch: veerman; Finnish: lautturi; French: batelier; German: Fährmann, Ferge; Greek: πορθμέας, βαρκάρης; Ancient Greek: πορθμεύς; Hebrew: מַעְבּוֹרַאי; Hungarian: révész; Icelandic: ferjumaður; Italian: traghettatore; Macedonian: скелеџија; Portuguese: balseiro; Romanian: luntraș, barcagiu; Russian: паромщик; Serbo-Croatian Cyrillic: скелеђија, скелеџија; Roman: skeleđija, skelédžija; Spanish: barquero, balsero; Volapük: lovenafan, hilovenafan, jilovenafan