ὑποκοριστικῶς
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
French (Bailly abrégé)
adv.
en termes caressants ou adoucis, en se servant de diminutifs.
Étymologie: ὑποκορίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκοριστικῶς: грам. в уменьшительной форме Plut.