δυσπάθεια
English (LSJ)
[πᾰ], or δυσπαθία (Hsch.), ἡ, A deep affliction, Plu.2.112b. II firmness in resisting, Plu.Demetr.21: in plural, capabilities of endurance, Id.2.666b; insensitivity, Alex.Aphr.Pr.1.39.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 aflicción profunda, sufrimiento μένειν ἐπὶ τῇ δυσπαθείᾳ ταύτῃ Plu.2.112b, μέγα δὲ πέφυκεν ὅπλον πρὸς δυσπάθειαν ἡ συνήθεια Alex.Aphr.Pr.1.39, c. gen. subjet. τῶν πονηρῶν Gr.Naz.M.35.900B.
2 sent. fís. firmeza, resistencia de una coraza de hierro, Plu.Demetr.21, ποιεῖν δυσπάθειαν πρὸς τὰ ἔξω Plu.2.131b, δ. τῶν σωμάτων ante el padecimiento de una enfermedad, Gal.1.219
•en plu. posibilidades de resistencia Plu.2.666b
•resistencia ante el daño, dificultad para recibir daño de ciertos huesos, Gal.3.126.
German (Pape)
[Seite 685] ἡ, 1) das Schwerleiden, Plut. Consol. ad Apoll. p. 344. – 2) Unempfindlichkeit, Festigkeit gegen das Leid, Sp.; übh. = Festigkeit, z. B. eines Brustharnisches, Plut. Demetr. 21.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 affliction profonde;
2 insensibilité contre la douleur ; fermeté d'âme.
Étymologie: δυσπαθής.
Russian (Dvoretsky)
δυσπάθεια: (πᾰ) ἡ
1 тяжелое страдание, безмерная скорбь (ἀεὶ μένειν ἐπὶ τῇ δυσπαθείᾳ Plut.);
2 нечувствительность (πρὸς τὰ ἔξω Plut.);
3 непроницаемость (θωράκων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπάθεια: ἡ, βαρεῖα θλῖψις, Πλούτ. 2. 112Β. ΙΙ. σταθερότης ἐν τῇ ἀντιστάσει, ὁ αὐτ. Δημητρ. 21., 2. 666Β· - ἀπάθεια, ἀναισθησία, Ἀλέξ. Ἀφρ. 1. 39.
Greek Monolingual
δυσπάθεια και -ιά, η (Α)
1. βαριά θλίψη
2. δύναμη αντιστάσεως στις εξωτερικές επιδράσεις, αντοχή
3. αναισθησία, απάθεια.