γενεθλιολόγος
From LSJ
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
English (LSJ)
A = γενεθλιαλ-, Hsch. s.v. ἀστρολόγος.
German (Pape)
[Seite 481] = γενεθλιαλόγος, Hesych. Ebenso -λογία.