δοξολογία

From LSJ
Revision as of 19:31, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξολογία Medium diacritics: δοξολογία Low diacritics: δοξολογία Capitals: ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: doxología Transliteration B: doxologia Transliteration C: doksologia Beta Code: docologi/a

English (LSJ)

ἡ, laudation, Iamb.Myst.2.10.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 alabanza, glorificación de un dios, Iambl.Myst.2.10, esp. en lit. crist. ἐν τῇ θείᾳ δοξολογίᾳ Apoll.Fid.Sec.Pt.31, cf. Ath.Al.M.25.217C, διὰ τὴν ἄνω ἀκήρατον δοξολογίαν Epiph.Const.Haer.40.4.8, ὕμνους δοξολογίας ἀναπέμπων IGLS 21(4).63.9 (Petra V d.C.), c. gen. obj. Χριστοῦ Afric.Ep.Arist.1 (p.56.8), ἑνὸς καὶ μόνου Θεοῦ δ. Eus.HE 10.4.65, τῆς θεότητος Epiph.Const.Haer.26.10.11, cf. Basil.Hex.8.7, c. giro prep. ἡ πρὸς τὸν δεσπότην θεὸν ... δ. Iust.Nou.137.6 proem., c. gen. subjet. τὴν δοξολογίαν αὐτῆς (τῆς κτίσεως) οὐ προσίεται no admite que (la creación) lo glorifique Didym.Eun.M.29.689A, cf. Origenes Or.14.2, Gr.Nyss.Eun.1.466, Proteu.13.1, Seuerian.Cent.34, τοῦ πλήθους τῆς στρατιᾶς τῶν ἀγγέλων Cosm.Ind.Top.3.60.
2 crist. gloria, alabanza al Señor, doxología τὰ ἐν οὐρανῷ πάντα πλήρη τυγχάνει τῆς δοξολογίας αὐτοῦ (τοῦ θεοῦ) Eus.DE 7.1 (p.299), ἡ τοῦ θεοῦ λόγου ἔνσαρκος δ. Epiph.Const.Haer.69.36.1, cf. Bas.Sel.Or.M.85.336B.

German (Pape)

[Seite 657] ἡ, das Rühmen, K. S.

Greek Monolingual

η (AM δοξολογία)
δοξαστικός ύμνος προς τον θεό
μσν.- νεοελλ.
1. τελετή επίσημη κατά την οποία ψάλλονται δοξαστικοί ύμνοι
2. φρ. «Μεγάλη Δοξολογία» — ο αγγελικός ή εωθινός ύμνος που αρχίζει με τον στίχο «Δόξα σοι τῷ δείξαντι το φῶς» (Λουκ. β' 14) και ψάλλεται ή αναγινώσκεται στο τέλος του όρθρου και στο απόδειπνο της ορθόδοξης Εκκλησίας.