παρπεπιθών
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
Ep. redupl. aor. 2 part. of παραπείθω. παρπόδιος, ον, poet. for παραπόδιος. παρπόρφυρος,
A = παραπόρφυρος, IG7.2421 (Thebes) :—also παρπόρφουρος, Schwyzer 462 B 39 (Tanagra, iii B. C.). παρράλιος [ᾰλ], η, ον, Ep. for παράλιος, A.R.4.1560, v. l. in D.P.253. παρρέκτης, ου, ὁ, = πανοῦργος, Hsch.