ἀσχήμια
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
Greek Monolingual
και ασχήμια και ασκήμια και ασκημιά, η (Μ ἀσχημία και ἀσκημία και ἀσχημιά και ἀσκημιά)
1. το να είναι κάποιος άσχημος, δύσμορφος, η δυσμορφία
2. ανάρμοστη πράξη.
Translations
ugliness
Asturian: feúra; Bulgarian: грозота; Catalan: lletgesa, lletjor; Czech: ošklivost; Danish: grimhed; Dutch: lelijkheid; Esperanto: malbeleco; Finnish: rumuus; French: laideur; Galician: fealdade; German: Hässlichkeit; Greek: ασχήμια; Ancient Greek: ἀηδία, αἶσχος, αἶσχρος, αἰσχρότης, ἀκοσμία, ἀμορφία, ἀπρέπεια, ἀσχημοσύνη, δυσείδεια, δυσμορφία, δυσπρέπεια, δυσχέρεια, εἰδέχθεια, τὸ ἀκαλλές, τὸ ἀπρεπές, τὸ ἄσχημον, τὸ εἰδεχθές; Hungarian: csúnyaság; Irish: gráinneacht; Italian: bruttezza; Japanese: 醜; Korean: 추함; Kurdish Central Kurdish: ناشرینی; Latin: deformitas, turpitudo; Latvian: neglītums; Persian: زشتی, قبح; Polish: brzydota; Portuguese: feiura, fealdade; Russian: уродство; Spanish: fealdad, feúra; Swedish: fulhet; Turkish: çirkinlik; Welsh: hagrwch, hyllter