ἀπελευθέρα
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (Woodhouse)
(see also: ἀπελεύθερος) an emancipated slave
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
affranchie.
Étymologie: ἀπελεύθερος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπελευθέρα: ἡ вольноотпущенница Isae., Dem., Men.