καταπελτάζομαι
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
French (Bailly abrégé)
attaquer avec des troupes légères.
Étymologie: κατά, πελτάζω.
Russian (Dvoretsky)
καταπελτάζομαι: наводнять легковооруженными войсками, захватывать с помощью пельтастов (τὴν Βοιωτίαν Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πελτάζομαι onder de voet lopen.