εὔκλωστος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1075] ep. ἐΰκλωστος, schön gesponnen, νῆμα, Ant. Sid. 22 (VI, 174, vgl. 284); λίνον, Maec. 7 (VI, 33); χιτών, H. h. Apoll. 203.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien filé.
Étymologie: εὖ, κλώθω.
Russian (Dvoretsky)
εὔκλωστος: эп. ἐΰκλωστος 2 хорошо спряденный, искусной работы (χιτών HH; νῆμα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκλωστος: -ον, καλῶς κεκλωσμένος, χιτὼν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 203· λίνον, νῆμα Ἀνθ. Π. 6. 33, 284.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔκλωστος, -ον)
αυτός που κλώθεται, που γνέθεται καλά ή που είναι κλωσμένος καλά.