περιδέραιον
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
German (Pape)
[Seite 572] τό, Halsband; Ar. frg. 309; Luc. Pisc. 12 u. öfter; Hdn. 5, 8, 2 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
collier.
Étymologie: περιδέραιος.
Syn. δεράγκη, δέραιον, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μάννος, μηνίσκος, ὅρμος, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.
Russian (Dvoretsky)
περιδέραιον: τό шейное украшение, ожерелье Arph., Arst., Plut.; (у римлян) Plut. = bulla aurea или scortea.