περιδέραιον

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans

Source

German (Pape)

[Seite 572] τό, Halsband; Ar. frg. 309; Luc. Pisc. 12 u. öfter; Hdn. 5, 8, 2 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
collier.
Étymologie: περιδέραιος.
Syn. δεράγκη, δέραιον, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μάννος, μηνίσκος, ὅρμος, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.

Russian (Dvoretsky)

περιδέραιον: τό шейное украшение, ожерелье Arph., Arst., Plut.; (у римлян) Plut. = bulla aurea или scortea.

Greek Monolingual

περιδέραιο, το / περιδέραιον ΝΜΑ και περιδέρρεον Α
κόσμημα του λαιμού αποτελούμενο από σειρά ημιπολύτιμων ή πολύτιμων λίθων ή άλλων αντικειμένων ή και από απλή αλυσίδα
νεοελλ.
φρ. α) «πρόβλημα περιδεραίου»
μαθημ. πρόβλημα απαριθμήσεως που αφορά στον αριθμό τών διαφόρων περιδεραίων με ορισμένο αριθμό χαντρών τα οποία μπορούν να κατασκευαστούν από ένα άπειρο πλήθος χανδρών με προκαθορισμένο αριθμό χρωμάτων
β) «υπόθεση περιδεραίου» — συνταρακτική δικαστική υπόθεση στη Γαλλία κατά τα έτη 1785-1786, με ήρωα τον καρδινάλιο ντε Ροάν, ο οποίος, επιθυμώντας να συμφιλιωθεί με τη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα, έπεσε θύμα της κόμισσας ντε λα Μοτ και του Καλιόστρο, οι οποίοι του εμφάνισαν τη δεσποινίδα ντε Ολίβα ως βασίλισσα, στην οποία ο καρδινάλιος προσέφερε ένα περιδέραιο μεγάλης αξίας που είχε αγοράσει με πίστωση, υπόθεση που αποκαλύφθηκε όταν οι κοσμηματοπώλες, οι οποίοι δεν είχαν πληρωθεί από τον καρδινάλιο, κατέφυγαν στη βασίλισσα για την εξόφληση του λογαριασμού
μσν.
μεσαιωνικό όργανο διαπομπεύσεως και βασανισμού κακοποιών, κλοιός
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «περιδέραια
περιτραχήλια ἤ ἐνώτια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του περιδέραιος, -ον].

Translations

necklace

Adyghe: джэгъучэлъ; Afrikaans: halssnoer; Ainu: チムッペ; Albanian: varesë, varq; Amharic: ሐብል, ድሪ; Arabic: قِلَادَة‎; Egyptian Arabic: عقد‎; Hijazi Arabic: سِلْسال‎, عُقْد‎; Moroccan Arabic: سنسلة‎, قلادة‎; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܬܵܘܩܵܐ‎, ܗܲܡܢܝܼܟ݂ܵܐ‎; Classical Syriac: ܗܡܢܝܟܐ‎, ܥܩܐ‎; Armenian: մանյակ; Assamese: হাৰ; Asturian: collar; Avar: махал; Aymara: wallqa; Azerbaijani: boyunbağı; Banjarese: kakalung; Bashkir: мунсаҡ; Basque: lepoko, iduneko; Belarusian: каралі, калье, мані́ста; Bengali: হার, মালা; Bikol Central: kulintas; Bobongko: oloʼ; Breton: tro-c'houzoug; Bulgarian: огъ́рлица, колие, гердан; Burmese: ဒါလီ, ဘယက်, လည်ဆွဲ; Catalan: collar, collaret; Cebuano: kuwintas; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵣⵔⴰⵔⵜ; Cherokee: ᎠᏯᏟᏗ; Chickasaw: innoʼchiʼ; Chinese Cantonese: 項鏈/项链; Mandarin: 項鏈/项链; Min Nan: 項鏈/项链; Cornish: delk; Crimean Tatar: gerdanlıq; Czech: náhrdelník; Dakota: wanápʾį; Danish: halskæde; Dupaningan Agta: ulay; Dutch: halssnoer, halsketting, ketting; Esperanto: kolĉeno; Estonian: kaelakee, kee; Faroese: hálsketa; Fijian: itaube; Finnish: kaulakoru, kaulanauha, kaulaketju; French: collier; Galician: colar; Georgian: ყელსაბამი, ყელსაკიდი; German: Halskette, Collier, Halsband; Greek: κολιέ, περιδέραιο; Ancient Greek: ἀμφιδέραιον, ἀμφιδέτης, δέραιον, δέραιος, δραύκιον, ἴσθμιον, κάθεμα, καθόρμιον, κόρυμνα, μανάκιν, μανιάκη, μανιάκης, μάννος, ὅρμος, περιαυχένιον, περιδέραιον, περιδερίς, περίθεμα, περιτραχήλιον, πλόκιον, σφιγγίον, ὑποδέραιον, ὑποδερίδιον, ὑποδερίς, ὑφόρμιον, ψελλινία; Greenlandic: ujamik; Guaraní: ajurigua; Gujarati: કંઠી; Hebrew: עֲנָק‎, שרשרת‎; Hindi: हार, हँसली; Hungarian: nyaklánc, nyakék; Icelandic: hálsfesti, hálsmen; Ilocano: gargantília; Indonesian: kalung; Inuktitut: nuġluġun; Irish: muince, bráisléad brád; Italian: collana, girocollo; Japanese: ネックレス, 首飾り; Jarai: añŭ; Javanese: kalung; Kannada: ಪಟ್ಟಡೆ; Kansa: wanáⁿp'iⁿ; Karachay-Balkar: мынчакъла; Karakalpak: dizbek; Kazakh: алқа; Khmer: ខ្សែក; Kikuyu: mũgathĩ; Korean: 목걸이; Koyraboro Senni: jindehiiri; Kumyk: гьамарча, минчакълар; Kurdish Central Kurdish: ملوانکە‎; Northern Kurdish: gerdenî; Kyrgyz: шуру, мончок; Lakota: wanápʼiŋ; Lao: ສາຍຄໍ, ປອກຄໍ, ສ້ອຍ; Latin: monile; Latvian: kaklarota; Lithuanian: vėrinys; Luxembourgish: Collier, Halsband, Ketten; Macedonian: ѓердан; Maguindanao: balig; Malagasy: vadim-bozo; Malay: rantai, kalung; Malayalam: കണ്ഠമാല; Maltese: ġiżirana, kullana, ħannieqa; Maori: tāhei; Marathi: हार; Mongolian Cyrillic: хүзүүний зүүлт; Nahuatl: cozcatl; Navajo: yooʼ; Ngazidja Comorian: nkami; Nogai: мойшак; Norman: colyi; Norwegian Bokmål: halsbånd, halskjede; Nynorsk: halskjede; Nǀuu: ǀx'âinsi; Occitan: colar; Odia: ମାଳା; Ojibwe: naabikaagan; Old Church Slavonic Cyrillic: монисто; Old English: mene; Old Javanese: kaluṅ; Omaha-Ponca: wanóⁿp'iⁿ; Oneida: yunihtyástaʔ; Ottoman Turkish: قلاده‎; Pali: gīveyyaka; Pashto: همېل‎; Persian: گردن بند‎, هار‎; Pirahã: xáihoi; Polish: naszyjnik; Portuguese: colar; Punjabi: ਹਾਰ; Quechua: walqa; Rajasthani: तूस्सी; Rapa Nui: karone; Romanian: colan, colier, salbă; Russian: ожерелье, колье, монисто; Saek: ส่อย; Sanskrit: कण्ठभूषा; Scottish Gaelic: seud-muineil; Serbo-Croatian Cyrillic: о̀грлица, ђѐрда̄н; Roman: ògrlica, đèrdān; Shipibo-Conibo: téo; Sicilian: cuddana, cullana; Sinhalese: මාලය; Slovak: náhrdelník; Slovene: verížica, ogŕlica; Spanish: collar; Sundanese: kangkalung; Swahili: kidani; Swedish: halsband; Tagalog: binaysok, kuwintas; Tajik: гарданбанд; Tamil: அட்டிகை; Tatar: колйә, муенча; Telugu: చంద్రహారం, కంఠిక, హారము; Thai: สร้อย; Tibetan: སྐེ་རྒྱན; Tongan: kahoa; Tswana: sebaga; Turkish: gerdanlık, kolye; Turkmen: monjuk; Ukrainian: намисто, монисто, нашийник, кольє́; Urdu: ہار‎, مالا‎; Uzbek: marjon, shoda; Vietnamese: chuỗi hạt; Vilamovian: puttynystyn; Welsh: gwddfdorch, mwclis, neclis; White Hmong: txog saw; Yámana: polesif; Ye'kwana: wo'mo; Yiddish: האַלדזבאַנד‎; Yurok: ˀekeˀr; Zulu: umgexo