συνείλησις

From LSJ
Revision as of 14:52, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνείλησις Medium diacritics: συνείλησις Low diacritics: συνείλησις Capitals: ΣΥΝΕΙΛΗΣΙΣ
Transliteration A: syneílēsis Transliteration B: syneilēsis Transliteration C: syneilisis Beta Code: sunei/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, rolling oneself up, of a hedgehog, Ael.NA6.64; rolling up, Sch.Arat.156; synthesis, ἀνάπλωσις καὶ σ. Iamb.Comm.Math.12.

German (Pape)

[Seite 1010] ἡ, das Zusammenwickeln, -treiben, Schol. Arat. 156.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se ramasser sur soi-même.
Étymologie: συνειλέω.

Greek (Liddell-Scott)

συνείλησις: ἡ, τὸ συνειλῆσθαι, ἐπὶ χερσαίου ἐχίνου ὅταν συνειλῆται, κουβαριάζεται, «ὁ δὲ ἀποπνίγεται, τοῦ πνεύματος ἔνδον ἐκ τῆς συνειλήσεως κατεσχημένου» Αἰλ. π. Ζ. 6. 64.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συνειλῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνειλῶ.