συνείλησις
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
εως, ἡ, rolling oneself up, of a hedgehog, Ael.NA6.64; rolling up, Sch.Arat.156; synthesis, ἀνάπλωσις καὶ σ. Iamb.Comm.Math.12.
German (Pape)
[Seite 1010] ἡ, das Zusammenwickeln, -treiben, Schol. Arat. 156.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se ramasser sur soi-même.
Étymologie: συνειλέω.
Greek (Liddell-Scott)
συνείλησις: ἡ, τὸ συνειλῆσθαι, ἐπὶ χερσαίου ἐχίνου ὅταν συνειλῆται, κουβαριάζεται, «ὁ δὲ ἀποπνίγεται, τοῦ πνεύματος ἔνδον ἐκ τῆς συνειλήσεως κατεσχημένου» Αἰλ. π. Ζ. 6. 64.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α συνειλῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνειλῶ.