τραπεζοειδής

From LSJ
Revision as of 14:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζοειδής Medium diacritics: τραπεζοειδής Low diacritics: τραπεζοειδής Capitals: ΤΡΑΠΕΖΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: trapezoeidḗs Transliteration B: trapezoeidēs Transliteration C: trapezoeidis Beta Code: trapezoeidh/s

English (LSJ)

ές, trapezium-shaped, λόφος Str.14.6.3, cf. Placit. 3.10.3.

German (Pape)

[Seite 1134] ές, von der Gestalt eines Tisches oder eines ungleichseitigen Vierecks, τραπέζιον; Strab. XIV; Plut. plac. phil. 3, 10.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de table.
Étymologie: τράπεζα, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

τραπεζοειδής: имеющий вид стола или плиты (ἡ γῆ - по Анаксимену Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα τραπέζης, Στράβ. 682, Πλούτ. 2. 895D.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
όμοιος με τράπεζα ή με τραπέζιο
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τραπεζοειδή
(παλαιοντ.) απολιθωμένη υφομοταξία ανθοζώων, κοιλεντεροζώων, αποικιακά κοράλλια, της οποίας οι εκπρόσωποι έζησαν από το ορδοβίσιο ώς το μέσο ιουρασικό
2. φρ. «τραπεζοειδής μυς»
ανατ. μεγάλος και πλατύς μυς της οπίσθιας επιφάνειας του τραχήλου και της ράχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -ειδής].