ἀσκάντης
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
English (LSJ)
ου, ὁ, A pallet, Ar.Nu.633, Luc.Lex.6. II bier, AP 7.634 (Antiphil.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ catre Ar.Nu.633, Call.Fr.240, Luc.Lex.6, Poll.10.35, Hsch., Sud., ref. a un féretro νεκυοστόλον ... ἀσκάντην lecho mortuorio, AP 7.634 (Antiphil.), cf. Ἀρχ.Ἐφ. 1895.59B.3.16 (I a.C.).
German (Pape)
[Seite 370] ὁ, 1) ein schlechtes Bett od. Lehnstuhl, Ar. Nubb. 624, Schol. δίφρου εἶδος ἢ κράβατος; vgl. Luc. Lexiph. 6. – 2) Todtenbahre, Antiphil. 35 (VII, 634).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
grabat.
Étymologie: DELG ? ; terme prob. populaire.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκάντης: ου ὁ
1 убогая постель, жалкий одр Arph., Luc.;
2 похоронные носилки Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκάντης: -ου, ὁ κράβατος, κλινίδιον εὐτελές, ἕξει τὸν ἀσκάντην λαβὼν Ἀριστοφ. Νεφ. 633, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 6. ΙΙ. φέρετρον, νεκροκράβατον, Ἀνθ. Π. 7. 634.
Greek Monolingual
ἀσκάντης, ο (Α)
1. φτωχικό στρώμα, ψάθα
2. ξυλοκρέβατο για τη μεταφορά νεκρού ή φερέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική επίδραση, πρβλ. τον παράλληλο τ. «σκάνθαν
κράββατον» (Ησύχιος)].
Greek Monotonic
ἀσκάντης: -ου, ὁ,
I. φτωχή κλίνη, αχυρόστρωμα, σε Αριστοφ.
II. φέρετρο, νεκροκρέβατο, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: pallet, bier (Ar.).
Dialectal forms: ἀκχάνθαρ (codd. ἀκχαλίβαρ)· κράββατος, Λάκωνες H.; and σκάνθαν. κράββατον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: A substr. word, rather than vulgar (which solves nothing).
Middle Liddell
[Deriv. unknown.]
I. a poor bed, pallet, Ar.
II. a bier, Anth.
Frisk Etymology German
ἀσκάντης: {askántēs}
Grammar: m.
Meaning: schlechtes Bett, Totenbahre (Ar., Luk., AP).
Etymology: Unerklärt.
Page 1,163